MANLY - ορισμός. Τι είναι το MANLY
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι MANLY - ορισμός

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Manly, Australia; Manly (disambiguation)

manly         
a.
Brave, courageous, intrepid, stout, bold, firm, undaunted, vigorous, strong, daring, heroic, noble, manful, dignified.
Manly         
·adv In a manly manner; with the courage and fortitude of a manly man; as, to act manly.
II. Manly ·superl Having qualities becoming to a man; not childish or womanish; manlike, ·esp. brave, courageous, resolute, noble.
manly         
(manlier, manliest)
If you describe a man's behaviour or appearance as manly, you approve of it because it shows qualities that are considered typical of a man, such as strength or courage.
He was the ideal of manly beauty.
ADJ: usu ADJ n [approval]
manliness
He has no doubts about his manliness.
N-UNCOUNT: poss N

Βικιπαίδεια

Manly

Manly may refer to:

  • Manly, an adjective corresponding to man
    • Masculinity, a set of attributes generally associated with boys and men
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για MANLY
1. I remember thinking that if you write a book about manly things, you should be ready to defend it in a manly way.
2. He will feel all manly taking charge, and treating her.
3. Byron got distinctly sweaty extolling the manly toil of cricket.
4. "A manly male isn‘t sensitive," says Prof Mansfield.
5. "Thank you very much," the familiar, manly monotone of Harrison Ford pronounced.